- φλεγμαίνω
- ΝΜΑ [φλέγμα]1. (μτβ.) προκαλώ φλεγμονή2. (αμτβ.) πάσχω από φλεγμονήνεοελλ.συνεκδ. υποτροπιάζω, χειροτερεύωαρχ.1. (μτβ.) (για τροφή) παχαίνω, φουσκώνω2. (αμτβ.) α) (για νερό) βράζωβ) μτφ. i) βρίσκομαι σε ταραχή, σε αναβρασμό, είμαι αναστατωμένος («φλεγμαίνουσα πόλις», Πλάτ.)ii) (για πολυτέλεια) επιδεικνύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.